- νηνίτσιν
- νηνίτσιν και νινίτσιν, τὸ (Μ)(χαϊδευτικά) μωράκι, μωρουδάκι, νινάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < νηνί / νινί + υποκορ. κατάλ. -ίτσιν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νινίτσιν — νινίτσιν, τὸ (Μ) βλ. νηνίτσιν … Dictionary of Greek